φοινικοπώλης

φοινικοπώλης
φοινῑκο-πώλης, ου, ,
A date-seller, PMasp.58 viii 6 (vi A. D.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • φοινικοπώλης — ὁ, Α πωλητής χουρμάδων. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (III), οίνικος «είδος δένδρου, ο καρπός τού δένδρου αυτού» + πώλης*] …   Dictionary of Greek

  • -πώλης — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής ελληνικής γλώσσας που ανάγεται στο ρ. πωλῶ και σημαίνει αυτόν που πουλά ό,τι δηλώνει το α συνθετικό.Παραδείγματα λέξεων με β συνθετικό πώλης: αλλαντοπώλης, ανθοπώλης, ανθρακοπώλης, αρτοπώλης,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”